Δεν θυμάμαι να έχω
κάνει Πάσχα σε αλλού εκτός από τον τόπο
μου, την Κέρκυρα δηλαδή. Ίσως κάποιες
ελάχιστες φορές που δεν είχα καταφέρει
να πάρω άδεια από τα Λιμεναρχεία που
υπηρετούσα. Τη δεκαετία του εξήντα, τη
Μεγάλη Πέμπτη η μάννα μου έβαφε τα αυγά
σε παλιές κατσαρόλες που δεν χρησιμοποιούσε
πια. Η μπογιά έβαφε και την κατσαρόλα
και τα δάχτυλά της. Οι οικολογικές
ήλθαν αργότερα. Το βαμμένο νερό το
κρατούσε μέχρι της Αναλήψεως. Ένα από
τα βαμμένα αυγά το έβαζε στα εικονίσματα
μέχρι τον επόμενο χρόνο, μαζί με τα
βάγια. Τη Μεγάλη Παρασκευή μετά την
αποκαθήλωση, ο παπάς στο χωριό μου
κατέβαζε
τον Επιτάφιο από τον γυναικωνίτη που
χρησίμευε πλέον σαν αποθήκη. Eίχα
μια περιέργεια όταν ήμουν μικρός να
ιδώ τι έχει εκεί μέσα. Μια Κυριακή πρωί,
μετά τη λειτουργία που η πόρτα ήταν
ανοιχτή, περπάτησα ανάμεσα σε τάφους
που ήταν τότε γύρω από την εκκλησία, με
προσοχή μην πατήσω πάνω σε κάποιον.
Ήταν αμαρτία, έτσι μας λέγανε. Ανέβηκα
από μια εξωτερική σκάλα και μπήκα. Σε
μια γωνία είχε 3,4 τενεκέδες με λάδι, τον
επιτάφιο, ένα ξύλινο σταυρό και την
εικόνα της Ανάστασης. Όλα αυτά σκεπασμένα
με σεντόνια ή άλλα υφάσματα, δεν θυμάμαι
και καλά. Τη Μ. Παρασκευή από το μεσημέρι
και ύστερα γυναίκες του χωριού καθάριζαν
την εκκλησιά, τρίβανε τα μανουάλια, τα
κηροπήγια, στολίζανε μετά τον Επιτάφιο.
Εγώ μικρός ακόμα, μα και στο γυμνάσιο
αργότερα, πήγαινα το βράδυ στην εκκλησία
μαζί με τα αδέλφια μου με τα λαδοφάναρα
στα χέρια μας αναμμένα, για να βλέπουμε
που πατάμε. Τη δεκαετία του εξήντα δεν
υπήρχαν κολώνες με φως στο δρόμο, το
ηλεκτρικό δεν είχε έλθει ακόμα στο χωριό
μας. Λίγο πριν την ώρα της περιφοράς
του Επιταφίου, σταματούσαν για λίγο οι
ψαλμωδίες, έπεφτε σιωπή. Ο Επίτροπος
ανέβαινε στο τρίτο σκαλί κοντά στην
Ωραία Πύλη, κοίταζε τον κόσμο και άρχιζε
να λέει φωναχτά:
-
Λοιπόν αρχίζουμε. Ποιός θέλει εφέτος
να σηκώσει τον Επιτάφιο; Αρχίζουμε με
500 δραχμές. Ελάτε, ακούω» .
-Χίλιες έλεγε ένας,
χίλιες πεντακόσιες, άλλος. Δύο χιλιάδες,
ένας τρίτος. Πάντα οι άντρες μιλούσαν,
οι γυναίκες ποτέ. Εμείς οι υπόλοιποι
κοιτούσαμε μια αυτούς που λάβαιναν
μέρος στον πλειστηριασμό και μια τον
Επίτροπο.
-Άλλος, κανείς;
συνέχιζε. Αν τα χρήματα ήταν κατά την
κρίση του λίγα, και κανένας άλλος δεν
προσέφερε περισσότερα, έπεφτε σιωπή.
Κοίταζε τους άντρες και έλεγε φωναχτά.
«Εσύ Αντρέα, τίποτα; Ο Μανούσης; Ο
Τσάντος; Ο Νικολάτσος; Ο Γκόγκας; Ο
Άγγελος; Μην ξεχνάτε ότι τα λεφτά είναι
για την εκκλησία. Έλεγε φωναχτά τα
ονόματά τους μήπως και φιλοτιμηθούν ή
έλθουν σε δύσκολη θέση και προσφέρουν
περισσότερα.
Κάποιοι, που μάλλον
δεν είχαν χρήματα, κάτι μουρμουρίζανε,
άλλοι κοιτάζανε τα εικονίσματα και τον
τρούλο ψηλά, μπορεί και να βρίζανε από
μέσα τους, άλλοι μπορεί να ντρεπότανε.
Κάποιες φορές, κάποιοι κάνανε κόντρες
για το ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα..
Ο
γνήσιος ο εξυπνάκιας, αυτός που καμώνεται
τον σπουδαίο, ακόμα και τη νύχτα του
Επιταφίου ίδιος παραμένει. Αυτός που
έδινε τα περισσότερα μαζί με τα παιδιά
του και καμιά φορά και τη γυναίκα του,
κρατούσαν τις τέσσερις άκρες από τα
ξύλα που σήκωναν τον Επιτάφιο. Εμείς
τα παιδιά, ξεκόβαμε, βγαίναμε πρώτοι
έξω από την εκκλησιά πριν από όλους.
Βγάζαμε από τις τσέπες μας σύρμα ψιλό,
αυτό που τρίβουν τις κατσαρόλες που
είχαμε κλέψει από την κουζίνα της μάνας
μας, το δέναμε με σπάγκο, το ανάβαμε με
τα αναμμένα κεριά και κάναμε κύκλους
με το χέρι μας τεντωμένο. Οι σπίθες που
πετούσαν μπορεί να είναι ωραίο σαν θέαμα
στη νύχτα του Απρίλη, αλλά πολλές πέφτανε
στα μαλλιά η τα ρούχα κάποιων. «Ανάθεμά
το γονιό σας που θα μας κάψετε», άκουσα
μια φορά τον Επίτροπο να λέει, και ας
ήταν δίπλα στον Επιτάφιο. Μου έκανε
εντύπωση. Ούτε τον Επιτάφιο δεν σεβάστηκε;
Σκέφτηκα τότε
-Μπράβο ορέ! πας
και στο γυμνάσιο και φοράς και καπέλο,
μου είπε. Το καπέλο με την κουκουβάγια
ήταν υποχρεωτικό να το φοράμε όλες τις
μέρες, όλες τις ώρες. Ποιος να μου το
έλεγε πως θα φορούσα πηλίκιο και στα
υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου, μέχρι τη
σύνταξη. Την άλλη μέρα το Μεγάλο Σάββατο
στις έντεκα το πρωί, με το που άκουγε η
μάννα μου τα κανόνια να βαρούνε στη
χώρα, έσπαγε ότι ραισμένο πιάτο είχε.
Ήταν η ώρα που στην πόλη ρίχνουν από τα
μπαλκόνια τους μπότηδες στην πρώτη
Ανάσταση.
Είχε ασβεστώσει
την αυλή, τα σκαλιά, το πεζούλι και
τους κορμούς από την μουσμουλιά και
την πορτοκαλιά. Το απόγιομα έφερνε την
προβατίνα από το χωράφι με το αρνί, αυτό
που είχαμε για σφάξιμο. Τις άλλες μέρες
το αρνί ερχόταν κοντά μας, του δίναμε
ψωμί, το χαιδεύαμε, παίζαμε μαζί του.
Εκείνη τη μέρα έτρεχε πιλάλα, σαν να το
είχε προαίσθημα. Σαν να το ήξερε πως θα
πάει στο μαχαίρι.
Η
μάννα μου δεν καθόταν να ιδεί τον πατέρα
μου να το σφάζει. Της πονούσε, έλεγε.
Αυτή το είχε κουναρίσει, το μεγάλωσε.
Όλο πίσω της έτρεχε. Εμείς τα παιδιά το
πιάναμε, το δέναμε με σχοινί από το πόδι
και η μάννα μου έφευγε. Τραβούσε την
προβατίνα να την πάρει μακριά, αυτή δεν
έφευγε, κοίταζε συνέχεια πίσω το παιδί
της, όλο μπε και μπε, το έκραζε να ρθει
κοντά της. Αυτό ήταν δεμένο, χοροπηδούσε,
ήθελε να κόψει το σχοινί να πάει κοντά
στη μάννα του. Εμείς τα παιδιά το βλέπαμε,
το λυπόμαστε για λίγο, αλλά μετά το
λησμονούσαμε. Οι προβατίνες η δικιά μας
μα και οι άλλες των γειτόνων μας που
είχαν σφάξει τα αρνιά τους, βελάζανε
για μέρες. Όσο περνούσαν οι μέρες η φωνή
τους γινόταν θολή, αδύναμη. Ο λαιμός
τους βράχνιαζε, έκλεινε, δεν έβγαινε
άλλο. Ποιος ξέρει τι να νοιώθανε, αν
νοιώθανε εκεί στα τελευταία βραχνά
μπεε.. που δεν αντέχανε άλλο να φωνάζουνε.
Ο πατέρας μου
αναλάμβανε να σφάξει και να γδάρει το
αρνί.
Κάποια
χρονιά την ώρα που το είχε στο χώμα και
του πατούσε το σώμα με το γόνατό του
την στιγμή που του έκοβε το λαιμό, το
αρνί έβαλε δύναμη αντρειώθηκε, τινάχτηκε
επάνω και του έφυγε. Έτρεχε με το λαιμό
ανοιχτό, το αίμα να ποτίζει το μαλλί και
οι σταγόνες να πέφτουν στη γη. Δεν πήγε
μακριά, καμιά εκατοστή μέτρα, έπεσε
κάτω εξαντλημένο. Φαίνεται πως το
μαχαίρι δεν έκοβε καλά, το αρνί ήταν
μεγάλο, ο πατέρας μου δεν περίμενε να
του φύγει, μπορεί και να μην του είχε
δέσει τα πόδια πριν το σφάξει. Τρέξαμε,
το πιάσαμε. Το αρνί παραδόθηκε, το βλέμμα
του θόλωσε. Το αποτελείωσε. Πριν το
γδάρει, έκοβε ένα κομμάτι μαλλί από τη
γούνα του, το βουτούσε στο λαιμό όπου
ακόμα το αίμα έτρεχε και έκανε τρείς
σταυρούς στον τοίχο στην κεντρική πόρτα
του σπιτιού. Έναν στην κορυφή και δύο
στα πλάγια. Μετά το κρεμούσε ανάποδα
στην ελιά που είχαμε στην αυλή και το
έγδερνε. Έβγαζε πρώτα τη συκωταριά και
μετά τα έντερα . Η μάννα μου που είχε
έρθει στο μεταξύ, έπαιρνε μια βέργα από
την ελιά, έβγαζε τα φύλλα, την περνούσε
μέσα στα τα έντερα για να γυρίσει τα
μέσα έξω να τα πλύνει. Το ίδιο έκανε και
με το στομάχι. Τα έπλενε με νερό που
κουβαλούσε με τον τενεκέ στο κεφάλι της
από το πηγάδι και ύστερα τα περνούσε
όλα με φλούδες από λεμόνι..
Η
μαγειρίτσα ήταν έτοιμη μόλις νύχτωνε.
Κατά τις εννέα τρώγαμε. Δεν κάναμε
Ανάσταση στο χωριό μας το βράδυ του
μεγάλου Σαββάτου. Κανένα χωριό γύρω από
την πόλη δεν έκανε, πηγαίνανε όλοι στην
πόλη. Το πρωί του Πάσχα στα χωριά, έξω
από την εκκλησία, πριν τη λειτουργία
γινότανε η τελετή της Ανάστασης.
Το
αρνί το σουβλίζαμε πάντα τη δεύτερη
μέρα του Πάσχα. Τη πρώτη είχαμε αυγολέμονο.
Όλοι στη γειτονιά έτσι κάνανε . Αργότερα,
αρχές του εβδομήντα, με τη τηλεόραση
είδαμε πως σε άλλα μέρη ο κόσμος σουβλίζει
την πρώτη μέρα του Πάσχα και πως τη
μαγειρίτσα την τρώνε μετά την Ανάσταση
Εγώ ακόμα και σήμερα στο σπίτι μου, τη
δεύτερη μέρα σουβλίζω. Την πρώτη πάω
και τρώγω αλλού, σε άλλες ρούγες που με
καλούνε. Λέω το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, εύχομαι
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και τους περιμένω στο δικό
μου την Δεύτερη μέρα..
Χρήστος
Ι. Δούλης Πλωτάρχης
ΛΣ ε.α Despetos@hotmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου