ΜΙΖΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
From: Vassilis Titsis
Η γλωσσα μας,εδω και μερικα χρονια
Μίζων. Ελληνικό λεξικό - Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens.
- (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.)
- Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες,
- αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.
(Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή;
- Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος.)
- Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός
- πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.
(Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα.
- Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.)
- Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας.
(Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης.
- Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.)
- Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.
(Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.)
- Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών,
- σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών.
(Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.)
- Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις,
- μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες.
(Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;)
- Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα,
- off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος.
(Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.)
- Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής.
(Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους. χορηγούς.)
- Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς
- χρήματα' μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο.
(Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του)
-------------
Αποσπάσματα από το υπό έκδοση έργο μου 'Μίζων ελληνικό λεξικό', που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις 'Τσου-Κάτων o Τιμητής',
Athena |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου