Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

                     

  Από την άμεση δράση (100) 

να περάσουμε στην άμεση δημοκρατία (10.000.000)

Πάντοτε, όταν οι κοινωνίες εισέβαλαν στο προσκήνιο της ιστορίας, συνέβαινε αυτό απροσδόκητα, δίχως κάποιου είδους «προαναγγελία». Τέτοιου τύπου καταιγίδες κανένα προγνωστικό σύστημα δεν είναι σε θέση να προβλέψει – ούτε, βέβαια, εκείνοι οι οποίοι μετά το ξέσπασμα του ακραίου φαινομένου σπεύδουν να υπολογίσουν τη διάρκεια του, προσβλέποντας στην ταχεία «εκτόνωση» του. Η μαζική κινητοποίηση που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν απετέλεσε εξαίρεση. Ενώ η ελληνική κοινωνία έμοιαζε να τελεί υπό το καθεστώς ύπνωσης, ένα όχι αμελητέο τμήμα της –επί της ουσίας ένα σεβαστό τμήμα της νεολαίας της– εξερράγη. Εκείνο το στοιχείο που είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, έγκειται στο ότι νέοι άνθρωποι, που στην πλειονότητα τους δεν είχαν προηγούμενη ενασχόληση με την πολιτική, ενεργοποιήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους, συζήτησαν, εκφράζοντας τη βούληση τους για ριζική, εκτεταμένη αλλαγή της κοινωνίας – πρόκειται για ανθρώπους που ανάμεσα τους μέχρι πρότινος πολλοί θα αντιμετώπιζαν αυτό το ενδεχόμενο με δυσπιστία ή θυμηδία, ως ανεδαφικό. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο.....................

 

Γιατί όμως δημοκρατία; Επειδή εμείς έχουμε «φάει κόλλημα» μαζί της; Μπορούμε να σκεφθούμε πλήθος λόγων. Εδώ, στα πλαίσια μιας προκήρυξης θα περιοριστούμε στην παράθεση ορισμένων απτών, «πρακτικών» ανάμεσα τους..................... 

Η ανάγκη της δημιουργίας νέων θεσμών είναι επιτακτική...........

 Η ένδυα του καθεστώτος και των εκπροσώπων του,.............. 

1 σχόλιο:

Ζωχιός Γιάννης είπε...

Αναρτούμε ολόκληρη την προκήρυξη... από www.aytonomoikerkyras.blogspot.com
Γιάννης Ζωχιός




Από την άμεση δράση (100) να περάσουμε στην άμεση δημοκρατία (10.000.000)
Πάντοτε, όταν οι κοινωνίες εισέβαλαν στο προσκήνιο της ιστορίας, συνέβαινε αυτό απροσδόκητα, δίχως κάποιου είδους «προαναγγελία». Τέτοιου τύπου καταιγίδες κανένα προγνωστικό σύστημα δεν είναι σε θέση να προβλέψει – ούτε, βέβαια, εκείνοι οι οποίοι μετά το ξέσπασμα του ακραίου φαινομένου σπεύδουν να υπολογίσουν τη διάρκεια του, προσβλέποντας στην ταχεία «εκτόνωση» του. Η μαζική κινητοποίηση που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν απετέλεσε εξαίρεση. Ενώ η ελληνική κοινωνία έμοιαζε να τελεί υπό το καθεστώς ύπνωσης, ένα όχι αμελητέο τμήμα της –επί της ουσίας ένα σεβαστό τμήμα της νεολαίας της– εξερράγη. Εκείνο το στοιχείο που είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, έγκειται στο ότι νέοι άνθρωποι, που στην πλειονότητα τους δεν είχαν προηγούμενη ενασχόληση με την πολιτική, ενεργοποιήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους, συζήτησαν, εκφράζοντας τη βούληση τους για ριζική, εκτεταμένη αλλαγή της κοινωνίας – πρόκειται για ανθρώπους που ανάμεσα τους μέχρι πρότινος πολλοί θα αντιμετώπιζαν αυτό το ενδεχόμενο με δυσπιστία ή θυμηδία, ως ανεδαφικό. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το εάν οι ταγοί του καθεστώτος αφουγκράζονται το παραμικρό από αυτήν την κινητικότητα, αφού οι αντιδράσεις τους είναι δηλωτικές μιας ασυνάρτητης, ολότελα επιπόλαιης αντιμετώπισης. Και η δική τους προσμονή, ελπίδα ότι όλα θα καταλαγιάσουν δεν είναι, δυστυχώς, καθόλου ανεδαφική. Κάθε άλλο, μπορεί να αποδειχθεί καθόλα βάσιμη, καθότι ακόμη και στις μεγάλες επαναστάσεις οι κοινωνίες κατελάμβαναν τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, για να βυθιστούν εν συνεχεία εκ νέου στο τέλμα της απάθειας. Επομένως, το μέλημα μας εν προκειμένω οφείλει να είναι το πώς θα αποφευχθεί η εξανέμιση αυτής της ξαφνικής ζωτικότητας.

Ας κάνουμε κατ΄αρχήν μια νύξη αναφορικά με τα αίτια του ξεσπάσματος. Αυτά, προφανώς, ξεπερνούν το γεγονός της δολοφονίας, το οποίο δεν στάθηκε παρά η αφορμή. Μιλήσαμε πριν για την επιπολαιότητα, με την οποία το φαινόμενο αντιμετωπίζεται και, αναμφίβολα, η «ερμηνεία» των γεγονότων που επιχειρείται από τους διάφορους πάνσοφους «αναλυτές» προδίδει μια αφέλεια απαράμιλλη. Όταν, στην «καλύτερη» των περιπτώσεων, αποδίδουν τα όσα συμβαίνουν στην οικονομική κρίση, οι τελευταίοι το μόνο που «εξηγούν» είναι το γιατί οι αναταραχές θα έχουν συνέχεια και θα κλιμακώνονται – χάρη, βέβαια, και στη δική τους αδυναμία να κατανοήσουν οτιδήποτε, προϋπόθεση απαραίτητη για να «αποσοβήσουν» το όποιο ξέσπασμα. Μας λένε, λοιπόν, όλοι αυτοί πως το γεγονός ότι οι νέοι εξεγείρονται έχει ως αφετηρία την «έλλειψη ευκαιριών» την οφειλόμενη στις «στρεβλώσεις» του συστήματος· ισχυρίζονται επί της ουσίας ότι η εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού είναι εκείνο το οποίο οι εξεγερμένοι επιζητούν – προσεύχονται να είναι έτσι. Ε λοιπόν, έχουμε νέα για τους αγαπητούς φίλους! Όχι, φίλτατοι, δεν εξεγειρόμεθα επειδή οι δείκτες ανεργίας είναι υψηλοί – και το ίδιο διακρίνουμε ότι ισχύει για τους περισσότερους· μας ενοχλεί που υπάρχουν τέτοιοι δείκτες! Έχουμε αυτό το βίτσιο, ετούτη τη μικρή παραξενιά: μας πειράζει να μας αντιμετωπίζουν ως αριθμούς. Βέβαια, είναι αναμενόμενο από τέτοιες ευαισθησίες να μη διακατέχονται όσοι προ πολλού –και ως φυσικό παρεπόμενο της από μέρους τους εγκόλπωσης της σύμφυτης με τον οικονομισμό λατρείας των αριθμών– έχουν γίνει νούμερα. Η εξουσία σήμερα είναι ευάλωτη, καθότι οι υπηρέτες της δεν υπηρετούν τίποτα πέρα από τον εαυτό τους· είναι προϊόντα, γνήσια τέκνα της εποχής της πλήρους πραγμάτωσης του καπιταλισμού. Του καιρού εκείνου κατά τον οποίο η διαβρωτική του δράση έχει αχρηστεύσει κάθε αξία που θα μπορούσε να υπηρετηθεί. Υπό το πρίσμα αυτό ο αδιαλείπτως αποδιδόμενος χαρακτηρισμός –που θα ήταν υπό άλλες συνθήκες κωμικός– «γενιά των 700 ευρώ» οφείλει να αναγνωσθεί ως κάτι παραπάνω από ένα απλό σχήμα λόγου. Πρόκειται στην κυριολεξία για την αποτίμηση της αξίας της «νέας γενιάς»· το ύψος του μισθού είναι η μόνη προσφερόμενη προς υιοθέτηση ταυτότητα για τους νέους σε μια κοινωνία, όπου η παντοκρατορία της οικονομίας έχει συνθλίψει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ταύτισης. Ιδού τα αίτια της εξέγερσης. Εδώ εδράζονται, στην ασημαντότητα. Έτσι νομίζουμε εμείς…

Ασφαλώς, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε πως η «οικονομική κρίση» δεν διαδραματίζει υπολογίσιμο ρόλο στα όσα λαμβάνουν χώρα. Η δυσαρέσκεια για τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα αναντίρρητα συνέβαλε, ώστε όλοι όσοι παρακολουθούν μουδιασμένοι από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες τα διαδραματιζόμενα γεγονότα να μη σπεύσουν να οχυρωθούν πίσω από το εκτόπισμα του… πολιτικού ανδρός εκείνου που θα έκριναν ικανό να επιβάλλει την τάξη· να εγγυηθεί την επιστροφή στην κανονικότητα. Περισσότερο απ’ αυτό, όμως, είναι το τέλος της ιδεολογικής μονοκρατορίας του καπιταλισμού, η οποία διήρκεσε για μερικές δεκαετίες, ο κλονισμός της βεβαιότητας πως επρόκειτο για το βέλτιστο και συνάμα –πόσο οξύμωρο, αλήθεια!– αναπόφευκτο καθεστώς, το στοιχείο εκείνο που εισάγεται με τη φιλολογία περί κρίσης· το καίριο πλήγμα που επιφέρεται, η τρώση στο γόητρο του καθεστώτος. Τα παιδάκια είναι πλέον καιρός να πάψουν να πιστεύουν στον άγιο Βασίλη. Αλλά εφόσον θέλουμε να βγει από αυτήν την κατάσταση ρευστότητας κάτι θετικό, εάν πρόκειται αυτή η ρηγμάτωση του παλιού κόσμου να συνοδευτεί από νέες δημιουργίες, τότε η διατύπωση ενός θετικού προτάγματος ικανού να συσπειρώσει είναι αναγκαία.

Ας ανατρέξουμε για λίγο στο παρελθόν. Στην αρχαία Αθήνα ως αφετηρία όπου για πρώτη φορά έχουμε μια κοινότητα, η οποία αναγνωρίζει τους θεσμούς της και τους νόμους της ως δημιουργήματα δικά της. Έχουμε τη διάρρηξη της κλειστότητας, την ανάδυση της δημοκρατίας. Η άμεση δημοκρατία –η δημοκρατία σκέτο, μόνο άμεση μπορεί να είναι η δημοκρατία και οτιδήποτε άλλο αποτελεί απάτη– εν συνεχεία επανεμφανίζεται. Σπέρματα της συναντούμε στις κορυφαίες εκφάνσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Από την κομμούνα των Παρισίων, στα σοβιέτ, προτού το οκτωβριανό πραξικόπημα των μπολσεβίκων τα καταστρέψει, ως την ισπανική επανάσταση. Πρόκειται για παραδείγματα που μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και, ασφαλώς, όχι πρότυπα προς αντιγραφή.

Όποτε γίνεται λόγος για δημοκρατία, το πάγιο «αντεπιχείρημα» συνοψίζεται στη φράση «καλά είναι αυτά, αλλά δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στις σύγχρονες κοινωνίες». Το ότι ποτέ δεν διασαφηνίζεται το γιατί, δεν παρέχεται ουδεμία τεκμηρίωση του εν λόγω ισχυρισμού, καταδεικνύει ότι πρόκειται, πολύ απλά, για μία υπεκφυγή. Μπορούμε να δεχτούμε πως η δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί επειδή ο κόσμος δεν τη θέλει· όχι επειδή είναι «ανέφικτη». Σήμερα, άλλωστε, υπάρχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες που, αν εκτρέπονταν της καπιταλιστικής χρήσης τους, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας με ηλεκτρονικές ψηφοφορίες κλπ. Αλλά και δίχως τη συνδρομή τους τα παραδείγματα που προηγούμενα παραθέσαμε μάς διδάσκουν τις αρχές της ανακλητότητας, της περιοδικότητας και της λογοδοσίας. Σε αδρές γραμμές, θα μπορούσαν να υπάρχουν κατά τόπους συνελεύσεις με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, οι οποίες θα εξέλεγαν –ή ακόμα καλύτερα θα ανεδείκνυαν κατόπιν κληρώσεως, μιας και οι εκλογές είναι συνυφασμένες με το ολιγαρχικό φαντασιακό της ανάδειξης των «αρίστων»– εκπροσώπους τους σε περιφερειακά συμβούλια, σε συμβούλια σε ομοσπονδιακό επίπεδο κλπ – την ακριβή διάρθρωση δεν έχουμε σκοπό να την προκαθορίσουμε εμείς εδώ. Εκπροσώπους οι οποίοι θα είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να μεταφέρουν αυστηρά τις θέσεις του σώματος που θα τους έχει αναδείξει· που θα λογοδοτούν σε αυτό για τα πεπραγμένα τους και αυτό θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους ανακαλέσει, εφόσον κριθεί πως δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Εκπροσώπους των οποίων, τέλος, η θητεία θα είναι εξαιρετικά βραχείας διάρκειας.

Γιατί όμως δημοκρατία; Επειδή εμείς έχουμε «φάει κόλλημα» μαζί της; Μπορούμε να σκεφθούμε πλήθος λόγων. Εδώ, στα πλαίσια μιας προκήρυξης θα περιοριστούμε στην παράθεση ορισμένων απτών, «πρακτικών» ανάμεσα τους. Η οικολογική κρίση θα αναχαιτιστεί, εφόσον υπάρξει ριζικός επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων των κοινωνιών. Η άμεση δημοκρατία θα διασφάλιζε την αποτροπή της καταλήστευσης των φυσικών πόρων με σκοπό τον πλουτισμό μιας ισχνής μειοψηφίας, προκρίνοντας το συλλογικό όφελος. Οι κοινωνικές ανάγκες θα ορίζονταν από την ίδια την κοινωνία ρητά. Συνελεύσεις παραγωγών-καταναλωτών θα λάμβαναν αποφάσεις για τα αναγκαία παραγόμενα αγαθά. Ο καταναλωτισμός θα εξαλειφόταν, αφού θα εξέλειπαν οι συνθήκες που τον γιγαντώνουν: η απουσία ουσιαστικής ανθρώπινης επικοινωνίας και ο αποκλεισμός μας από τη διαμόρφωση της καθημερινότητας μας. Η άμεση δημοκρατία θα επέφερε την οικονομική ισότητα. Ένα πρώτο, προσωρινό μέτρο θα ήταν η εξίσωση όλων των αμοιβών. Η διαχείριση των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων θα τίθετο υπό κοινωνικό έλεγχο, μέσω των αμεσοδημοκρατικών οργάνων που θα μεριμνούσαν για την αξιοποίηση τους με γνώμονα το κοινό όφελος και τη φυσική ισορροπία. Και είναι η δημοκρατική κοινωνία η μόνη ικανή να προσδώσει ρητά νόημα στις προαναφερθείσες έννοιες. Οι εργαζόμενοι πλέον μέσω των συμβουλίων τους θα αποφασίζουν το τι παράγουν, πώς και με ποιο σκοπό. Η προώθηση της δραστικότατης μείωσης των ωρών εργασίας και η χαλάρωση των ρυθμών της θα απελευθέρωνε χρόνο για την ενασχόληση με τα κοινά και για την εκδίπλωση της ανθρώπινης δημιουργικής δύναμης. Η λειτουργία συνελεύσεων γειτονιάς θα επανανοηματοδοτούσε την έννοια του δημόσιου χώρου, του αναγκαίου για την εκτύλιξη όλων όσων εδώ περιγράψαμε. Η νομή του αστικού ιστού από ιδιωτικά συμφέροντα θα ανήκε στο παρελθόν.

Όλα τα προαναφερθέντα συνιστούν, όπως είπαμε, μόνο μερικά παραδείγματα στα πλαίσια μιας πρόχειρης απόπειρας σκιαγράφησης του προτάγματος της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας. Ενδεχομένως να μοιάζουν με ωραίες ευχές εν όψει του νέου έτους… Ο σκοπός είναι να εξάψουν τη φαντασία. Μην ανησυχείτε, φίλοι, δεν την ακούσαμε από τα δακρυγόνα! Δεν λέμε ότι αυτά θα γίνουν αύριο. Αναγνωρίζουμε, όμως, την ανάγκη της σύστασης ενός κινήματος που θα διαπνέεται από αντίστοιχες δημοκρατικές αρχές· ενός κινήματος-μικρογραφίας της κοινωνίας που θα θέλει να δημιουργήσει, που θα ωθεί στην κατεύθυνση αντίστοιχων αλλαγών, λειτουργώντας παράλληλα ως παράδειγμα· διατρανώνοντας το εφικτό της επιδίωξης του ριζικού αυτομετασχηματισμού της κοινωνίας, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα του· πετυχαίνοντας τον στους κόλπους του. Το κίνημα που ίσως κυοφορείται χρειάζεται να δημιουργήσει νέους θεσμούς. Είναι αυτό το σημείο όπου χωλαίνει. Διακρίναμε τις ημέρες αυτές την «αλλεργία», από την οποία πάσχουν ορισμένοι απέναντι στην οργάνωση και στους κανόνες, ταυτίζοντας τα με την ιεραρχία και τη γραφειοκρατία· νοώντας τα, όπως νοούνται σήμερα. Εμείς εντοπίζουμε πίσω από τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση το διάχυτο στις μέρες μας ατομικισμό. Την απροθυμία να δεχτεί το Εγώ οποιονδήποτε περιορισμό από τη συλλογικότητα. Η δημοκρατία είναι ο μόνος τρόπος να συνδυαστεί η συλλογικότητα με την ισότητα. Η θέσπιση διαδικασιών που θα διασφαλίζουν το δικαίωμα της έκφρασης της γνώμης όλων θα εγγυάται την ισηγορία, προκειμένου να εμπεδώνεται η αίσθηση ότι η συζήτηση διεξάγεται επί ίσοις όροις, ώστε να συντάσσονται οι μειοψηφούντες με την πλειοψηφία, αφού θα τους έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους – ενώ θα διατηρούν το δικαίωμα να εξακολουθούν να εκφράζουν τη διαφωνία τους.

Η ανάγκη της δημιουργίας νέων θεσμών είναι επιτακτική. Η ένδυα του καθεστώτος και των εκπροσώπων του, η αδυναμία τους να κατανοήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης, μάλλον συρρικνώνει το ενδεχόμενο να προβούν σε υποχωρήσεις, σε δημιουργική σύνθεση, «αφομοίωση», προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια νέα ισορροπία. Η παρακμή του καθεστώτος έχει φτάσει σε σημείο τέτοιο, όπου έχει καταστεί πλέον ανίκανο ακόμη και να παράγει διαχειριστές του στοιχειωδώς διορατικούς και σώφρονες, ώστε να επιτύχουν τη συνέχιση του ως έχει. Επομένως, ακόμη και στο πιθανό ενδεχόμενο κατά το οποίο η παρούσα κινητικότητα ατονήσει, εξακολουθούμε να μένουμε με δύο επιλογές: μπορούμε είτε να αφεθούμε να συμπαρασυρθούμε από την επερχόμενη κατολίσθηση που θα προξενήσει η κατάρρευση της παρηκμασμένης υφιστάμενης κοινωνικής θέσμισης, η οποία επιδιώκοντας την επιβολή του «ορθολογικού ελέγχου», δημιουργεί καταστάσεις που διαφεύγουν από το στοιχειώδη έλεγχο (πχ οικονομική, οικολογική κρίση) ή να εργαστούμε στην κατεύθυνση μιας νέου είδους κοινωνικής θέσμισης. Τώρα, ναι, έχουμε κρίση…

Posted by Πρωτοβουλία Αυτόνομων Κέρκυρας