Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Από Σπυριδούλα-Ιωάννα Ζωχιού*

Η ιστορία του hijab παρουσιάζει σημαντικές εναλλαγές διανύοντας περιόδους έντονης παρουσίας και περιόδους όπου η χρήση του σπανίζει. Στη σημερινή εποχή, βιώνουμε το φαινόμενο μιας δυναμικής επανεμφάνισης της μαντήλας όχι μόνο στις χώρες του Ισλάμ αλλά και σε αυτές της Δύσης. Η τάση αυτή προκαλεί καχυποψία και δυσφορία κυρίως στις γυναίκες εκείνες οι οποίες έχουν επιλέξει, ένα πιο προοδευτικό τρόπο ισλαμικής ζωής, καθώς δεν συμμερίζονται την άποψη ότι η μαντήλα είναι σύμβολο ευσέβειας ή αφοσίωσης στο Θεό, αντίθετα συμβολίζει την καταπίεση, την υποβάθμιση της γυναίκας, τη θρησκευτική κατωτερότητα.

Η Leila Ahmed, καθηγήτρια θεολογίας στο Harvard, έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκού της έργου στη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ. Έχει μεγαλώσει στο Κάιρο και κατάγεται από τη γενιά των γυναικών αυτών, απομακρυσμένη από αυτή της άρρηκτης σχέσης μεταξύ μαντήλας και αφοσίωσης στο Θεό. Στο βιβλίο “A Quiet Revolution”, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του hijab, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία τη δεκαετία του 1950, την εποχή εκείνη της μεταμόρφωσης της ισλαμικής κοινωνίας, απαλλαγμένης από τα σύμβολα αυτά που της προσέδιδαν, σύμφωνα με τους προοδευτικούς, χαρακτηριστικά αναχρονισμού και προσήλωσης σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις. Το 1955 ο καθηγητής ιστορίας της Οξφόρδης, Albert Hourani, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “The Vanishing Veil” θέλοντας να περιγράψει τις τάσεις της εποχής, στην οποία η μαντήλα έβαινε προς εξαφάνιση. Μάλιστα για τον ίδιο, η παρουσία ή απουσία της μαντήλας αποτελούσε “δείκτη της προοδευτικότητας ή οπισθοδρόμησης μιας κοινωνίας”.

Η Ahmed εστιάζει στην εποχή επανεμφάνισης της μαντήλας, μετά το 1970 και αποδίδει με ευκρίνεια τα γεγονότα αυτά που οδήγησαν στην “αναγέννησή” της, τους λόγους που κυρίως μορφωμένες γυναίκες πρωτοστάτησαν στην υιοθέτησή της, μελετώντας το πώς εξελίσσεται η θρησκεία αλλά και ο ρόλος της γυναίκας τόσο στον τόπο προέλευσης (Αίγυπτος) όσο και σε δυτικές κοινωνίες (ΗΠΑ), όπου επικρατούν διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.

Τη δεκαετία του 1950, η Αίγυπτος υπέστη τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό πεδίο μετά την ανατροπή του βασιλιά Φαρούκ και την ανάδυση στην εξουσία του συνταγματάρχη Gamal Abdel Nasser. Ο ιδιαίτερα δημοφιλής στον Αραβικό κόσμο ηγέτης υιοθέτησε έντονα αντιδυτική ρητορική, επιχείρησε την απαλλαγή της χώρας του από τις επιρροές των αποικιακών δυνάμεων ενώ ήρθε σε ευθεία αναμέτρηση με την Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία στην κρίση του Σουέζ το 1956. Στον τομέα της θρησκείας, ο Nasser, παρά τη σοσιαλιστική ιδεολογία του, δεν απέρριψε το ρόλο της θρησκείας στην αιγυπτιακή κοινωνία. Μάλιστα, επεδίωκε να διατηρεί υπό την επιρροή του τους θρησκευτικούς θεσμούς της χώρας προκειμένου να εξασφαλίσει την αφοσίωση τους στο καθεστώς. Η εποχή Nasser ταυτίζεται με την εποχή της εξαφάνισης της μαντήλας, η οποία και θα διαρκέσει έως τις αρχές της δεκαετίας 1990 με εμφανή πλέον όμως τα σημάδια της μετάβασης.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μια ισχυρή ισλαμική οργάνωση, απαγορεύτηκε κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Nasser, με συνέπεια να παραμείνει για μεγάλο διάστημα στο περιθώριο. Ο Hassan al-Banna, ιδρυτής της οργάνωσης στην Αίγυπτο, καλούσε τους μουσουλμάνους να βγουν από την jahiliyya (άγνοια) προκειμένου να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της Αδελφότητας, ήτοι η “παγκόσμια ηγεμονία του Ισλαμικού έθνους”. Ο Sayyid Qutb, ισλαμιστής διανοούμενος της οργάνωσης, υποστήριζε ότι ο στόχος αυτός θα επιτυγχανόταν μόνο μέσω του jihad (αγώνας στο όνομα του Ισλάμ), έννοια η οποία περικλείει τέσσερα διαφορετικά είδη “θρησκευτικών καθηκόντων”. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το “jihad του σπαθιού”, το οποίο αποτελεί την τέταρτη υποχρέωση και επιτάσσει τον πόλεμο κατά των απίστων και των εχθρών. Για τους Μουσουλμάνους Αδελφούς ζωτικής σημασίας ήταν, επίσης, η εδραίωση μιας Ισλαμικής κυβέρνησης, η οποία θα εφάρμοζε το νόμο της sharia (Ισλαμικός Νόμος). Κύριο εργαλείο για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού ήταν η παρέμβαση στην εκπαίδευση, μέσω της οποίας θα επιχειρούταν η ενστάλαξη και κατόπιν ο ενστερνισμός της ισλαμικής ιδέας.

Ο πόλεμος των Έξι ημερών του 1967 σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του καθεστώτος Nasser, μετά τη συντριπτική ήττα της χώρας από τις δυνάμεις του Ισραήλ. Η εν λόγω εξέλιξη, σημείο καμπής στην ιστορία της μαντήλας, κλόνισε την πίστη των Αιγυπτίων προς το καθεστώς με κύριο επακόλουθο τη στροφή τους προς τη θρησκευτικότητα. Ο νέος πρόεδρος της Αιγύπτου, Anwar Sadat επεδίωξε προσέγγιση και κάλεσε τους Μουσουλμάνους Αδελφούς να επιστρέψουν, με την προϋπόθεση να μην εμπλακούν στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας.

Η Αίγυπτος, όπως περιγράφεται στις σελίδες του A Quiet Revolution, από τη δεκαετία του 1970 μετατράπηκε σε “θέατρο επιχειρήσεων” με σκοπό την da'wa (πρόσκληση στην πίστη). Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής ήταν η μαντήλα, καθώς φορώντας την η γυναίκα μετατρεπόταν σε εκπρόσωπο του Ισλάμ. Η da'wa αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φιλανθρωπικού έργου της Αδελφότητας, όπου μετά τον πολιτικό περιορισμό που επέβαλε ο Sadat, ενισχύθηκε. Η Αδελφότητα ίδρυσε μεταξύ άλλων ισλαμικά σχολεία, βρεφικούς σταθμούς και πολλούς τεμένους. Αυτή η μορφή ακτιβισμού στους κόλπους της αιγυπτιακής κοινωνίας και όχι μόνο, με τις, υψηλής ποιότητας, προσφερόμενες υπηρεσίες, ανταγωνιστικότερες από τις κρατικές, αποτέλεσε εφαλτήριο για τη μετάβαση στην εποχή ανάκτησης της μαντήλας. Εντούτοις, καταλύτης για την εξελικτική διαδικασία αυτή υπήρξε ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ή αλλιώς ο πόλεμος του Ραμαζανιού το 1973, ο οποίος, σύμφωνα με τον Sadat, ήταν ο πόλεμος που διεξήχθη στο όνομα του Ισλάμ.

Τη δεκαετία 1970 και κυρίως του 1980 η παρουσία της μαντήλας και της ισλαμικής ενδυμασίας είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή. Ως ιδανική κοινωνία προβαλλόταν η ισλαμική βασισμένη στο Κοράνιο και τη Sunna (η λογοτεχνία της πρώτης ισλαμικής περιόδου που αναφέρεται στις ρήσεις και πρακτικές του Προφήτη Μωάμεθ). Η τάση αυτή διαδόθηκε με ταχείς ρυθμούς. Η συγγραφέας, θέλοντας να εξερευνήσει τα κίνητρα των γυναικών προς την κατεύθυνση αυτή, χρησιμοποιεί ερευνητικά στοιχεία βασισμένα σε μαρτυρίες των ιδίων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις απόψεις αυτές που υποστηρίζουν ότι η υιοθέτηση της μαντήλας αποτελεί εθελούσια, ατομική επιλογή της γυναίκας. Κι αυτό γιατί αποτελεί σύμβολο αφοσίωσης στην οικογένεια καθώς επίσης μείζον προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας. Πιο συγκεκριμένα, μία γυναίκα με μαντήλα μπορούσε να συνεχίσει την επαγγελματική της ζωή ενώ, ταυτόχρονα, δήλωνε με την εμφάνιση αυτή ότι πρόσκειται στο συντηρητικό Ισλάμ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έρευνα, το στοιχείο της καταπίεσης από την πλευρά των ανδρών δεν απουσίαζε, τόσο στο περιβάλλον της οικογένειας όσο και στους θρησκευτικούς θεσμούς. Το τελικό συμπέρασμα της, εντούτοις, καταλήγει στο γεγονός ότι η μαντήλα ήταν αρχικά μια πρωτοβουλία της γυναίκας ενώ ο παρεμβατικός ρόλος του άνδρα εμφανίζεται αργότερα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι βάσει των στοιχείων που προκύπτουν από την έρευνα οι καλυμμένες γυναίκες δεν είναι πιο πιστές από εκείνες που απορρίπτουν τη μαντήλα. Αυτό όμως που δημιουργεί αίσθηση είναι ότι οι γυναίκες με μαντήλα διατείνονται ότι είναι πιστές επειδή τηρούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, όπως τη μαντήλα, την προσευχή, τη νηστεία ενώ οι μη καλυμμένες υποστηρίζουν ότι η πίστη είναι ζήτημα καλής συμπεριφοράς σε όλες τις πτυχές της ζωής. Στη συνέχεια του βιβλίου, η Ahmed διακρίνει μια διαφορετική προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτή, η γυναίκα θα έπρεπε πρώτα να πεισθεί για το ρόλο της μαντήλας και κατόπιν να αποφασίσει για ενδεχόμενη υιοθέτησή της. Σημειώνεται ότι, ο τύπος αυτός της γυναίκας, που διακατέχεται από αισθήματα αυτοπεποίθησης, με κριτική σκέψη την οποία εκφράζει, θα διαδραματίσει, τον εικοστό πρώτο αιώνα, πρωταγωνιστικό ρόλο στις ΗΠΑ.

Η μετανάστευση του Ισλάμ στις ΗΠΑ ξεκινά στις αρχές του 1950. Η Ahmed, στη δεκαετία του 1990, επιλέγει να παρατηρεί από κοντά τη διάδραση (σχέση αμοιβαίας επίδρασης) μεταξύ της γυναίκας του Ισλάμ και της αμερικανικής ελεύθερης κοινωνίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες επιλέγουν το σύμβολο της οπισθοδρόμησης, του διαχωρισμού και της υποβάθμισης ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους. Καθοριστικά εργαλεία για την παρούσα ανάλυση αποτελούν ο τρόπος δραστηριοποίησης των Ισλαμιστών στη Δύση, η στάση της αμερικανικής κοινωνίας καθώς και τα γεγονότα ιστορικής σημασίας που καθόρισαν τις εξελίξεις και επηρέασαν άμεσα το ρόλο της γυναίκας εκεί.

Η ανοιχτή κοινωνία της Αμερικής αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη ενεργούς δράσης των Ισλαμιστών. Η εξαιρετικά αποτελεσματική δικτύωσή τους στο αμερικανικό έδαφος καθώς και το επιτυχημένο πρόγραμμα που εφάρμοζαν οι νεοπαγείς Μουσουλμανικοί Οργανισμοί της Αμερικής, όπως η Ισλαμική Εταιρεία της Βόρειας Αμερικής (ISNA) και η Ένωση των Αμερικανών Μουσουλμάνων Φοιτητών (MSA), κατέστησε δυνατή την διάδοση των ιδεών και κανόνων του Ισλάμ, σε ευρεία κλίμακα.

Εντούτοις, μετά τη βομβιστική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 1993 η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Οι εμπλεκόμενοι στην επίθεση ήταν άτομα, τα οποία είχα εμπλακεί στο jihad του Αφγανιστάν μετά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ΗΠΑ την περίοδο αυτή, προκειμένου να συντρίψουν τον ψυχροπολεμικό τους αντίπαλο προσέφεραν το έδαφός τους για τη στρατολόγηση και εκπαίδευση των Ισλαμιστών. Ο Gilles Kepel, διακριμένος πανεπιστημιακός, χαρακτηρίζει τη δυτική υπερδύναμη καταφύγιο των ισλαμιστών (islamist haven). Αποκύημα της πολιτικής των ΗΠΑ οι άριστα εκπαιδευμένοι μαχητές του jihad προσέφυγαν, μετά την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, στην αξιοποίηση των ικανοτήτων τους στοχεύοντας να κινηθούν κατά των εχθρών τους. Φαίνεται ότι οι εχθροί τους βρίσκονταν και στη Δύση.

Το κλίμα για τους Μουσουλμάνους της Αμερικής είχε αλλάξει άρδην, ωστόσο η κατάσταση θα επιδεινωθεί μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις τις 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Τα κρούσματα βίας και εκδηλώσεις ρατσισμού κατά μουσουλμάνων γυναικών και ανδρών θα πολλαπλασιαστούν. Μάλιστα, η επίθεση δεν έκανε διάκριση μεταξύ Μουσουλμάνων, Ισλαμιστών και μη, αλλά αφορούσε ανεξαιρέτως όλους τους πιστούς του Ισλάμ. Ακολούθησε η κήρυξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας με πρώτο στόχο το Αφγανιστάν. Ο εν λόγω πόλεμος είχε διττό χαρακτήρα. Η απελευθέρωση της γυναίκας του Ισλάμ χρησιμοποιήθηκε από την αμερικανική ηγεσία ως το δεύτερο αίτιο διεξαγωγής του.

Η Ahmed, έχοντας προσωπική εμπειρία από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέσα στους μουσουλμανικούς οργανισμούς στις ΗΠΑ ήδη από το 1990, διακρίνει, μετά τις επιθέσεις του 2001, μια πιο χαλαρή, πιο προοδευτική προσέγγιση των πραγμάτων. Πρώτον, ο ρόλος της γυναίκας γίνεται πιο ενεργός θέτοντας ζητήματα ίσης μεταχείρισης και ίσης συμμετοχής στους θρησκευτικούς θεσμούς. Στην ISNA, θίγονταν πλέον λεπτά ζητήματα όπως τα δικαιώματα της γυναίκας, των ομοφυλοφίλων καθώς επίσης ζητήματα που αφορούσαν στην ερμηνεία του Κορανίου. Στα πλαίσια της ενίσχυσης της κατανόησης του Ισλάμ διοργανώνονταν στα τεμένη ανοιχτές εκδηλώσεις, στις οποίες μπορούσαν να συμμετάσχουν εκπρόσωποι άλλων θρησκειών, ακόμη και αθεϊστές. Απώτερο σκοπός ήταν η προώθηση του διαλόγου μεταξύ μουσουλμάνων και μη σε μία ευμετάβλητη εποχή που καλλιεργούσε αβεβαιότητα.

Η εξέλιξη αυτή, οδηγεί τη συγγραφέα σε ένα αναπάντεχο, ωστόσο, αισιόδοξο συμπέρασμα. Οι γυναίκες που πρόσκεινται στον Ισλαμισμό είναι αυτές που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ακτιβισμού, αυτές που αγωνίζονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ισλάμ. Σήμερα, πιο ενεργά από ποτέ, αφιερώνουν τη ζωή τους στον ακτιβισμό για τη διάδοση του Ισλάμ, θέτουν προκλήσεις χωρίς προηγούμενο, όπως η ιεραρχία των δύο φύλων στην ισλαμική κοινωνία ή η ερμηνεία των ιερών βιβλίων αναφορικά με τη θέση της γυναίκας. Τέλος, ερμηνεύουν τη μαντήλα ως σύμβολο ελευθερίας κινήσεων, χειραφέτησης και ισχυροποίησης.

Για την Leila Ahmed η παρατήρηση αυτή είναι, όντως, ανατρεπτική. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της η παρουσία των καλυμμένων γυναικών της προκαλούσε συναισθήματα αγανάκτησης και αντιπαλότητας. Η νέα αυτή διάσταση του γυναικείου ισλαμισμού στη Δύση, είναι ένας καλός οιωνός, σύμφωνα τη συγγραφέα, για τις βαθιές αλλαγές στις οποίες θα υποβληθεί το Ισλάμ και τις αναδυόμενες δυναμικές που μπορούν να εξελιχθούν σε επιταχυντές της μετάβασης προς την κοινωνική δικαιοσύνη και πρόοδο.

Αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον τομέα Διπλωματικών Σπουδών της Μεσογειακής Ακαδημίας της Μάλτας. Από το 2010, πραγματοποιεί επιπλέον μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών με κατεύθυνση τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της εργάστηκε ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην Πρεσβεία της Ελλάδος στη Μάλτα. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Από το Νοέμβριο του 2011 είναι μέλος του ΚΕΜΜΙΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: